- πατούχας
- οάνθρωπος που διακρίνεται για το μέγεθος τών πελμάτων του, που έχει μεγάλα πέλματα, μεγάλες πατούσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατούχα + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. πόντικ-ας: ποντίκι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… … Dictionary of Greek